- σκουπίδι
- το1. πράγμα ακάθαρτο που ρυπαίνει: Μην πετάς τα σκουπίδια όπου να 'ναι.2. φρ., «Με έκανε σκουπίδι», με εξευτέλισε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκουπίδι — το, Ν 1. κάθε στερεός ρύπος που απομακρύνεται με τη σκούπα, απόρριμμα, ακαθαρσία, σαρίδι, αποσάρωμα 2. φρ. α) «κάνω κάποιον σκουπίδι» κατεξευτελίζω κάποιον β) «κάνω σκουπίδια» λερώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. ροκαν ίδι)] … Dictionary of Greek
περικόρημα — τὸ, Α απόρριμα, σκουπίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κόρημα «απόρριμα, σκουπίδι»] … Dictionary of Greek
περισάρωμα — τὸ, ΜΑ καθετί που μαζεύεται κατά το σάρωμα, το σκουπίδι, το απόρριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σάρωμα «σκουπίδι»] … Dictionary of Greek
αποσαρίδι — το σκουπίδι … Dictionary of Greek
απόριγμα — κ. απόρριμμα, το 1. ό,τι πετιέται ως περιττό, άχρηστο υπόλειμμα, σκουπίδι 2. πρόωρο γέννημα, έκτρωμα 3. έκτρωση, αποβολή εμβρύου 4. άνθρωπος (ή ζώο) ελαττωματικός, μισερός … Dictionary of Greek
απόρριμμα — το απόριγμα, σκουπίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απορρίπτω. Η λ. στον πληθ. (απορρίμματα, τα) μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκό Λεξικό του Karl Weigel] … Dictionary of Greek
ασυρής — ἀσυρής, ές (Α) ρυπαρός, αισχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. ασυρής ανάγεται πιθ. στο ρ. σύρω και παρουσιάζει την ίδια σημασιολογική εξέλιξη όπως τα σύρμα, συρφετός «αυτό που σύρεται, που σαρώνεται, το σκουπίδι». Προήλθε πιθ. από α αθροιστικό… … Dictionary of Greek
αχρεία — ἀχρεία, η (Μ) [χρεία] άχρηστο πράγμα, σκουπίδι … Dictionary of Greek
κάλλυσμα — κάλλυσμα, τὸ (Α) [καλλύνω] αυτό που αποβάλλεται μετά τον καθαρισμό, το σκουπίδι … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek